- αναφύομαι
- αναφύομαι βλ. πίν. 6
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναφύομαι — (Α ἀναφύω κ. ομαι) μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι αρχ. ενεργ. Ι. (μτβ.) 1. γεννώ πάλι 2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει 3. δημιουργώ, παράγω II. (αμτβ.) 1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω 2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι … Dictionary of Greek
изницаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἀναφύομαι) выхожу, выдаюсь, выказываюсь,… … Словарь церковнославянского языка
αναφύω — (Α) βλ. αναφύομαι … Dictionary of Greek
διεκτέλλω — (Α) αναφύομαι, βλαστάνω από κάπου … Dictionary of Greek
εξαναφύομαι — ἐξαναφύομαι (Α) αναφύομαι, ξεφυτρώνω από τη γη … Dictionary of Greek
ξαναφυτρώνω — αναβλαστάνω, αναφύομαι … Dictionary of Greek
ξεφυτρώνω — 1. (για φυτά) αναφύομαι, βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για άνθη) βγαίνω, ξεπετιέμαι, εκφύομαι («και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ άνθη», Κάλβ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απροσδόκητα («από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… … Dictionary of Greek
παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… … Dictionary of Greek
προαναθρώσκω — Α 1. πηδώ εκ τών προτέρων 2. μτφ. αναφύομαι, ξεπετιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθρῴσκω «αναπηδώ, τινάζομαι προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek
προσπηδώ — άω, Α 1. πηδώ προς κάτι ή πηδώ επάνω σε κάτι 2. μτφ. αναφύομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά («δόξα ψευδὴς προσεπήδησεν», Αππ.) … Dictionary of Greek